- αὔξημα
- αὔξημαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αύξημα — το (Α) η επαύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξησις] … Dictionary of Greek
αὐξήματα — αὔξημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξήματος — αὔξημα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφελμα — (I) ὄφελμα, τὸ (Α) [οφέλλω (II)] (κατά τον Ησύχ.) «ὄφελμα αύξημα, κάλυμμα, κάλλυντρον». (II) ὄφελμα, τὸ (ΑΜ) [οφέλλω (III)] σάρωθρο, σκούπα … Dictionary of Greek
ταὐξήματα — αὐξήματα , αὔξημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)